Γιώργος Χατζηνάσιος
Ο Γιώργος Χατζηνάσιος, μια μέρα πριν την προβλεπόμενα επιτυχημένη μουσική παράσταση «Δύο Πιάνα Δύο Φωνές» που φιλοξένησε το Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο υπό τη διοργάνωση της Πολιτιστικής Λέσχης «ΓΕΡΑΝΟΣ», αφιέρωσε λίγο χρόνο στο Zakynthos Events Guide για να απαντήσει στις ερωτήσεις που του θέσαμε.
Δυο πιάνα λοιπόν… Καλύτερα από ένα; Η σύμπραξη και ο κοινός κόπος είναι ανάγκη, καθεστώς ή πολυτέλεια; Πως προέκυψε η συνεργασία σας με τον Σπύρο Δεληγιαννόπουλο;
Εδώ υπάρχει ας πούμε ένα προηγούμενο με εμένα και με τα πιάνα. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Το πρωτότυπο είναι ότι βρήκα έναν άνθρωπο ταλαντούχο, ο όποιος δεν είναι γνωστός με την έννοια του συνθέτη, του μουσουργού. Όλοι οι άλλοι που είχα συνεργαστεί, όπως ο Σπανός, ο Πλέσσας, ο Κορκολής, ο Τόκας, ο Νικολόπουλος, ήταν διάσημοι καλλιτέχνες, συνθέτες δημιουργοί. Αυτό τώρα πως έγινε: Κάποια στιγμή είδα ένα αντίπαλο δέος του Γιώργου Χατζηνάσιου. Είδα έναν καινούριο Χατζηνάσιο, ο οποίος με έχει παρακολουθήσει λες και είμαι η πιο αυστηρή γκόμενα του κόσμου και κοιτούσε να με κατακτήσει. Ήξερε τι ακόρντα έβαζα, πως σκεφτόμουν, τι έκανα στις μετατροπίες , τι έβαζα για εισαγωγές, τι τραγούδια έχω κάνει, τι έχω γράψει, τα κινηματογραφικά… Τρελάθηκα! Και λέω, αυτό που έκανα με όλους τους άλλους διάσημους συνεργάτες μου, θα το κάνω με εσένα. Και θα το κάνω εκεί που δημιουργείς, εκεί που είναι ο τόπος σου, οι μαθητές σου, οι άνθρωποι που σε αγαπάνε. Να κάνουμε κάτι να παρουσιαστούν τα δυο πιάνα και να πω «να, το alter ego μου είναι εδώ, και είναι ο Σπύρος ο Δεληγιανόπουλος»
Αισθάνομαι πολύ ωραία με αυτό, διότι όταν αρχίζεις να κάνεις κάποια τραγούδια, κάποιες μουσικές, δεν ξέρεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που σε παρακολουθούν. Ωριμάζει λοιπόν ο χρόνος κάποια στιγμή και ανακαλύπτεις, όταν πια έχουν περάσει αρκετά χρόνια, ότι έχεις αφήσει μια παρακαταθήκη. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέπτονται όπως εσύ μουσικά. Είναι μεγάλο κέρδος αυτό. Γιατί εγώ ήμουν και λίγο περίεργος σε ορισμένα πράγματα με τη μουσική. Δεν εμπιστευόμουν πάρα πολύ το κριτήριο των ακροατών στην Ελλάδα. Μάλιστα έλεγα το παράπονο μου στη Μαρία, τη γυναίκα μου, «τι κάθομαι τώρα και κάνω; Ποιος θα τα καταλάβει αυτά;»
Και όντως τη δεκαετία του ΄70, ΄80 κτλ δεν υπήρχαν ανήσυχοι άνθρωποι σε προοδευτικά πράγματα. ‘Ηταν πολύ ευχαριστημένοι με κάποια ρεμπέτικα και λαϊκά, αυτή την εύκολη σκέψη του μουσικού δηλαδή. Όχι εύκολη με την έννοια του χαρισματικού συνθέτη, ο οποίος μπορεί να βρει μια φλέβα σε αυτό το είδος και να γράψει μια καταπληκτική λαϊκή ή ρεμπέτικη μουσική. Αλλά επειδή είναι εύκολο το είδος και δε χρειάζεται να είσαι καν μουσικός. Κάτω από αυτή την έννοια λοιπόν έλεγα ποιος θα τα καταλάβει; Όμως τα ευχαριστιόμουν και εγώ ο ίδιος πάνω απ’ όλα.
Στη μελωδία δεν έκανα πολλές ακροβασίες για να είμαι ειλικρινής. Ότι ακροβασία έκανα, την έκανα στην ενορχήστρωση.
Στη μελωδία ακολούθησα αυτό που έλεγε ο μπαμπάς μου, τεράστιος μουσικός: «Αν κάποτε (γιατί με προόριζε για πιανίστα της πιάτσας, του μεροκάματου) σκεφτείς να κάνεις τραγούδια δικά σου, να σκέφτεσαι ότι γράφεις σε μικρά παιδάκια που δεν έχουν μάθει ακόμα μουσική, όχι ότι γράφεις για ανθρώπους που την καταλαβαίνουν». Εγώ βέβαια ήμουν πιο ανήσυχος από τη ρήση του πατέρα μου. Μπορεί να ήταν εύκολα τα κομμάτια μου, αλλά είχαν πάντοτε και μια λεζάντα. Δηλαδή πάντοτε στο ρεφρέν έβλεπες ο τραγουδιστής να κάνει ένα μικρό ρεσιτάλ. Και παράλληλα να το τραγουδάει ο κόσμος. Ας πούμε το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου» που δεν είναι εύκολη μελωδία. Κι όμως βλέπεις ότι το τραγουδάει. Έχει μια ευκολία, αλλά έχει και μια ανησυχία. Δεν είναι το απλοϊκό, το τροβαδούρικο, το κανταδόρικο, όπως το «Άνοιξε το παράθυρο να μπει δροσιά – τα ρα ρα τα ρα ρα»
Τα χρόνια περνούν. Πολλοί άνθρωποι της μουσικής μας εγκατέλειψαν και αφήνουν κενό στην ελληνική μουσική σκηνή. Λαμβάνετε μέρος, και με ποιο τρόπο, στην παράδοση αυτής της σκυτάλης ώστε ο πολιτισμός του μέλλοντος να παραμένει ισχυρός και η φωνή του διαφυλλάτουσα το καλό και συμφέρον αυτής της κοινωνίας;
Η τέχνη θα ζει πάντα ακόμα και σε κοσμογονικές καταστροφές. Είναι πολιτισμός οι ανθρώπινες σχέσεις.
Δε σταματάει ποτέ και για κανένα λόγο η παραγωγικότητα των ανθρώπων στις τέχνες. Το θέμα είναι ότι οι τέχνες έχουν μια κυματώδη κατάσταση. Πότε είναι νηνεμία και πότε είναι κυματισμός. Δεν είναι ποτέ flat. Το μεγάλο κύμα δηλαδή που έγινε το ΄60, που εγώ δεν ήμουν ακόμα καν συνθέτης, ήμουν μουσικός, δεν έχει επανέλθει πια διεθνώς. Που βγήκαν οι Beetles, ο Χατζηδάκης, ο Θεοδωράκης, βγήκαν μεγάλες ταινίες του εξωτερικού, βγήκαν οι Γάλλοι συνθέτες, τραγουδιστές, η Νάνα Μούσχουρη… Αυτό το κύμα δεν ξανάρθε ποτέ, και δεν ξέρω αν θα έρθει πάλι. Άλλωστε ο πολιτισμός είναι καταγεγραμμένος πια, δεν αναπαράγεται με καινούρια πράγματα. Κάπου αισθάνομαι ότι έχει στομώσει η κατάσταση. Όπως θα στομώσουν τα ρεκόρ στον αθλητισμό κάποια στιγμή. Οι τέχνες δεν είναι ρεκόρ να τα ξεπερνάς. Έχουν σχέση με την κοινωνικότητα που υπάρχει στους ανθρώπους. Σκέφτομαι δηλαδή ότι εάν μου έφερναν το «ώσπου η γη να μην γυρίζει πια θα σ’ αγαπώ», θα σκεφτόμουν πολύ να το γράψω σήμερα, που ξέρεις ότι τα παιδιά είναι σε σχέσεις sort time. Δεν υπάρχει αυτό που είχαμε εμείς που βρίσκαμε ένα κορίτσι, το παντρευόμασταν και κάναμε οικογένεια. Από τους φίλους μου για παράδειγμα, φαντάρους, συμμαθητές, δεν έχει χωρίσει κανείς. Πως γίνεται τώρα να λένε ας κάνουμε μια πρόβα 6 μήνες ή 2 μήνες και να δούμε πως θα πάει. Είναι πολιτισμός το «ώσπου η γη να μη γυρίζει πια θα σ’ αγαπώ».
Βλέπεις όμως ότι σε αυτόν τον τομέα το τραγούδι χάνει τώρα. Πρέπει να αναφέρεται σε πιο κοινωνικά πράγματα τα οποία ουσιαστικά καταλήγουν σε μια γκρίνια. Στην Αμερική και σε άλλες χώρες που υπάρχει μια ευμάρεια, δεν υπάρχει αυτός ο ανήσυχος στίχος που έχουμε εμείς στην Ελλάδα. Ή ενδεχομένως και οι Γάλλοι που είναι κι εκείνοι προοδευτικοί στα λόγια. Τα λόγια των Αμερικανών είναι χαζά. Εκεί ποντάρουν πολύ στη μελωδία. Γι’ αυτό και αν πας σ’ ένα πιάνο μπαρ ή ένα πιάνο ρέστο, παίζει ένα “Blue Moon” και δε σε νοιάζει αν υπάρχει τραγουδιστής. Ενώ εδώ, αν παίξεις ένα Ελληνικό κομμάτι, χρειάζεσαι τον τραγουδιστή. Ο Έλληνας ακροατής, όταν λέει μου αρέσει αυτό το τραγούδι 70% το λέει για τον στίχο. Ας πούμε, το «συγνώμη που σε αγάπησα πολύ», συγκίνησε πολύ. Έχει μια ειρωνία μέσα του, είναι κι αγαπησιάρικο. Ο άλλος θέλει να κάνει ένα βιβλίο ολόκληρο για να το πει αυτό το πράγμα. Κι εσύ ρίχνεις ένα «συγνώμη που σε αγάπησα πολύ, δεν ξέρω ν’ αγαπώ όμως πιο λίγο» και έχεις καθαρίσει. Ο άλλος τρελαίνεται. Ενώ αν παίξεις μόνο το πιανάκι, μπορεί και να μην το πιάσει.
Η τέχνη αμοίβεται; Η τέχνη είναι λειτούργημα; Αυτά τα δυο μπορούν να συνδυαστούν και πως;
Η τέχνη ξεκινάει καταρχήν σαν μια ερωτική σχέση που δεν ξέρεις αν θα καταλήξει σε γάμο.
Θέλεις ένα κορίτσι ωραίο, να κάνετε παρέα, την χαλβαδιάζεις, φιλιέστε κτλ. Κάποια στιγμή σου λέει, δε θα φάμε και κάτι; Εκεί, αρχίζει το λειτούργημα να γίνεται τρόπος ζωής. Το χρησιμοποιείς, δηλαδή, αυτό το λειτούργημα για να ζήσεις. Τα άλλα που λένε κάποιοι είναι παραμύθια της Χαλιμάς. Εκτός κι αν είσαι εισοδηματίας που έχει μαγαζιά και τα νοικιάζει, και κάνει ψώνιο με τη μουσική. Αλλά αυτούς τους ανθρώπους δεν τους εμπιστεύομαι ότι είναι πηγαίοι.
Καλύτερα μουσικός πολίτης του κόσμου ή μουσικός χωρικός της Ελλάδας;
Όλοι θέλουν μια αναγνώριση διεθνή. Αλλά για να την χεις πρέπει να έχεις προετοιμάσει τον εαυτό σου σε εποχές που δεν ξέρεις καν τι θα γίνει στη ζωή σου με την τέχνη. Πρέπει να συνδυάσεις το ωδείο, την κλασική μουσική, τη τζαζ, ενδεχομένως να έχεις και γνώση της παραδοσιακής μουσικής, να γνωρίζεις τα σμυρνέικα, τα ηπειρώτικα, τα μακεδονίτικα. Αυτό το μίγμα, μπορεί να σε κάνει διεθνή δημιουργό με την έννοια μιας ταινίας, ή ενός μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Οι κινηματογραφικές παραγωγές είναι αυτές που κάνουν ευρύτερα γνωστό τον δημιουργό. Ενώ στα τραγούδια, διεθνώς γνωστός γίνεται μόνο ο τραγουδιστής.
Αν πάρεις για παράδειγμα το “Strangers in the night” του Frank Sinatra, κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει γράψει και είναι η μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών. Αν πεις όμως για τον Τιτανικό, ξέρεις ότι είναι ο Τζέιμς Χόρνερ. Αυτός είναι μουσικός πολίτης του κόσμου. Απευθύνεται παντού, σε όλες τις χώρες, σε όλες τις γλώσσες, παντού. Εμείς εδώ, όταν δε βγούμε έξω, είμαστε εγχώριοι. Μας μαθαίνουν οι εδώ, και τέρμα. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρει κανένας τίποτα.
Μεταπολεμικά και στη χούντα, οι τρόποι επικοινωνίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν ελλιπή και λογοκριμένα. Παρόλα αυτά, οι πνευματικοί άνθρωποι της τέχνης ήταν αυτοί που έπρεπε και μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα. Σήμερα, αν μη τι άλλο, δεν υπάρχει, εμφανώς τουλάχιστον, ούτε χούντα ούτε λογοκρισία. Μήπως δεν υπάρχουν και πνευματικοί άνθρωποι της τέχνης;
Είναι βολεμένοι όλοι τώρα. Τώρα μάλιστα που είναι και πρώτη φορά αριστερά…
Όλοι οι άνθρωποι που ξεκίνησαν εκείνη την εποχή και ήταν αντιστασιακοί κτλ. δεν αναπαράχθηκαν. Δε χρειάστηκε να γίνει αναπαραγωγή, γιατί είχαμε πάντοτε δημοκρατία. Μια γκρίνια υπήρχε. Αλλά αυτό είναι περισσότερο διαμαρτυρία, δεν είναι αντίσταση. Τότε οι άνθρωποι έκαναν αντίσταση για να φύγει η χούντα. Τώρα δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος ο εχθρός. Και δεν ασχολούνται. Άλλωστε γιατί να ασχοληθούν; Όταν θέλεις κάτι τέτοιο, ανατρέχεις στην εποχή που ήταν οι συνθέτες της διαμαρτυρίας και βρίσκεις κομμάτια τέτοιου τύπου για να πεις αυτό που θέλεις να πεις στον κόσμο. Βέβαια άλλη πολιτική σκέψη τότε και άλλη τώρα. Τώρα ας πούμε δεν έχουμε δουλειά, υπάρχει ανεργία. Δεν είναι όμως σαφής ο εχθρός.
Που να το πούνε τώρα; Στον εαυτό τους; Δε γίνεται. Όλα τα χρόνια περίμεναν προκειμένου να έρθει αυτή η ιστορία. Τώρα τι; Πάλι από την αρχή;
Πως, από το πόστο του μέγα μουσουργού που βρίσκεστε, έχετε συμβάλλει ο ίδιος για τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα;
Έχω κάνει και τραγούδια που είναι άκρως αντιστασιακά, αλλά δεν ήμουν στη συνομοταξία των διαμαρτυρομένων. Δεν ήμουν άμοιρος της ιστορίας πάντως. Προσπάθησα ο φουκαράς. Αλλά δεν τα θέλανε παιδάκι μου. Τι να κάνω εγώ;
Με τη γυναικούλα μου και τα τρία παιδιά, και το σπιτάκι μου, φαινόταν ότι ήμουν πολύ ευχαριστημένος στη ζωή. Έχω γράψει τραγούδια με τον Κούτρα, είχα κάνει το «Πίσω απ’ τη βιτρίνα», το «Ένας νομοταγής πολίτης», αλλά αυτά δεν τα θέλουν από μένα. Ας πούμε το «Τι να πούμε, τι; Τι να τραγουδήσουμε;» έγινε αντιστασιακό κομμάτι. Το είχα γράψει με τον στιχουργό Γιάννη Λογοθέτη, και το κάναμε ένα ωραίο τραγούδι να το πει ο Μητσιάς. Ο κόσμος το έκανε διαμαρτυρία για τη χούντα. Το «Πρέπει να σπάσουμε τις αλυσίδες» που λέει η Μαρινέλλα, ο κόσμος το έκανε. Εγώ δεν το έκανα για να τους ξεσηκώσω. Ή το «Που θα πάει, που θα βγει, θα γυρίσεις και για μας παλιοζωή» ο κόσμος το έκανε. Και αυτό είναι πολύ πιο έντιμο. Αισθανόμουν ωραία. Αλλά όταν έκανα επιτούτου κομμάτια διαμαρτυρίες δεν τα γουστάρανε. Κι αυτό βέβαια το έκαναν τα μέσα. Όταν διάλεγαν οι παραγωγοί στα ραδιόφωνα τι θα παίξουν, σκέφτονταν, άστον Χατζηνάσιο τώρα, θα βάλουμε τον Ανδρεόπουλο, τον Μπακαλάκο, εκείνους που είναι χαρακτηρισμένοι. Δεν πάει να κάνει ο Χατζηνάσιος ότι θέλει; Και μπορεί εσύ να γουστάρεις να πεις από τη δική σου πλευρά κάτι που είναι σημαντικό. Όμως δεν το θέλουνε.
Τα ωδεία διδάσκουν και παρέχουν πτυχία και διπλώματα, τα οποία η δισκογραφία δεν τα θεωρεί αναγκαία και ικανή συνθήκη, τουλάχιστον αν μιλάγαμε γι’ αυτό που σε άλλες εκφάνσεις ονομάζεται άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Τι σημαίνει λοιπόν ελληνική δισκογραφία και τι μέλλον έχουν οι νέες ψυχές που αποφασίζουν να ασχοληθούν με αυτή;
Για τη δισκογραφία δε μιλάμε πια. Δυστυχώς δεν υπάρχει δισκογραφία. Εγώ δεν ήμουν και στο τριπάκι αυτό του αγοραίου συνθέτη, ο οποίος έπαιρνε λεφτά για να δώσει τραγούδια.
Τώρα, εταιρίες πλησιάζουν τους συνθέτες, στιχουργούς, λέγοντας “δώσε μας ένα κομμάτι, να σου δώσουμε τα χ λεφτά, και από εκεί και πέρα βάλε εσύ το όνομά σου, μην το βάζεις” …μια κατάσταση αγοραία. Εγώ δεν υπήρξα σε αυτή την κατάσταση ποτέ. Ποτέ. Γι’ αυτό δεν έχω και παρουσία καινούριων τραγουδιών. Ότι γινόταν, γινόταν από τα σήριαλ που είχα γράψει. Από εκεί είχε βγει ο Χατζηγιάννης που έκανε καριέρα με το “Άγγιγμα ψυχής” και κάτι άλλα soundtrack που είχα κάνει. Κι αυτό για εμένα είναι ένα πολύ καλό καλλιτεχνικό περιουσιακό στοιχείο, όχι οικονομικό. Και όχι στη Χίο… γιατί είμαστε και στη Ζάκυνθο! χα χα χα. Το βλέπω όταν ψάχνω κάτι δικό μου στο internet και πέφτουν 4-5 δισκάκια με τα εξώφυλλά τους, «Εσύ κι εγώ», «Το αγκίστρι», «Πρωινή περίπολος», «Ένα γελαστό απόγευμα» και καταλαβαίνεις ότι δε θα χαθούν ποτέ. Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Ενώ άλλοι, συνθέτες του περασμένου αιώνα και του μεσοπολέμου, δεν είχαν αυτή την ευκαιρία. Αριστουργήματα που είχαν δημιουργήσει, χάθηκαν διαπαντός. Τα δικά μας, μένουν. Και μέσω του κινηματογράφου, οι συνθέτες κάνουμε μουσικές που δε μοιράζονται με το στιχουργό και τον τραγουδιστή. Σαν ένα μικρό κοντσέρτο. Ή σαν ένα μικρό συμφωνικό έργο. Αφορούν μόνο τον συνθέτη. Κι αφού αυτά δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει και κίνητρο για μένα. Όχι μόνο για μένα, και για άλλους συνθέτες.
Άλλωστε είναι ακόμα χειρότερα, τώρα που το σκέφτομαι. Πες πως έρχεται ένα κοριτσάκι να κάνουμε έναν δίσκο. Και είναι κι ομορφούλα. Όσο δε μεσολαβεί η εταιρία, που ήξερες ότι εμπιστεύεται τον τραγουδιστή και καλεί το συνθέτη να γράψει, θα λέει ο κόσμος «καλά, τι δουλειά έχει;» Η κατάσταση πια γίνεται άσχημη. Ή ας πούμε έναν τραγουδιστή που δεν είναι στο ύφος το δικό μου, πχ είναι προς το σκυλάδικο. Αν συνδέσει το όνομά μου μαζί του, κατευθείαν θα βγουν και θα πουν «ο Χατζηνάσιος τα πήρε». Είναι πολλά πράγματα που δυστυχώς δε σου επιτρέπουν να κάνεις κάποιες κινήσεις καλλιτεχνικές. Και το μόνο που μένει είναι το περφόρμανς. Η εκτέλεση. Με ένα πιάνο, εφόσον είσαι πιανίστας, να τα ρίξεις, να ευχαριστηθείς, να ευχαριστηθεί κι ο κόσμος, να σε χειροκροτήσει, να τραγουδήσει. Αυτό είναι σπουδαίο. Είναι το προνόμιο που έχουν πάντοτε οι τραγουδιστές, που δεν είναι δημιουργοί. Αν και οι περισσότεροι από τους τραγουδιστές που τους έγραφα τραγούδια είναι συνάδελφοί μου τώρα, χα χα χα. Έχουμε φτάσει και σ’ αυτό το σημείο. Που έτσι και το λεγες πριν από 20 χρόνια, θα γελάγανε. Εν πάση περιπτώσει, εμείς είμαστε πάντα στις επάλξεις, το αποδεικνύουμε. Έτσι που ο Σπύρος Δεληγιαννόπουλος με πλησίασε και μου εξέφρασε το θαυμασμό του, αισθάνομαι λίγο σαν μέντορας απέναντί του.
Μου δίνει την ευκαιρία να τον παρουσιάσω, να ξαναγεννηθώ με ανθρώπους οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει το έργο μου και το κάνουν με τη δική τους πνοή και με τη δική τους φαντασία. Επομένως είναι κι αυτό μια δημιουργία. Και είχα κι άλλο κρούσμα, δεν είναι μόνο ο Σπύρος. Προχθές στο σπίτι μου ένας φοβερός πιανίστας ήρθε και μου ανέλυσε πράγματα τα οποία είχα ξεχάσει στη δισκογραφία. Κι όπως μου είπε κι ο Σπύρος ο δικός μας εδώ, «εμείς είμαστε Χατζηνασιόπληκτοι. Δεν είμαι μόνο εγώ, είναι κι άλλοι μουσικοί, οι οποίοι καθόμαστε και παρακολουθούμε πως σκέφτεστε μουσικά». Άλλοι μπορεί να ενδιαφέρονται για soundtrack που έχω κάνει ή για τηλεοπτικές μουσικές. Είναι τρελαμένοι με το «Τμήμα Ηθών» …πομ πομ πομ πομ, ή το «Ταύρος με Τοξότη» που είχα κάνει τότε με τον Γιάννη Βούρο με μια πολύ έξυπνη μουσικούλα στην αρχή. Τι σημαίνει αυτό; Εξέλειπαν καινούρια πράγματα και αυτοί οι μουσικοί μέσα στην ανησυχία τους ψάχνουν και ξεθάβουν πράγματα που θα μπορούσε να είναι και ξεχασμένα. Αν υπήρχε μια συνεχόμενη παραγωγή καινούριων πραγμάτων με ενδιαφέρον, δε θα ανέτρεχαν πίσω σε αυτά. Απλά δε γράφονται τώρα πια μουσικά κομμάτια με πνοή, με προοδευτική σκέψη και μουσική. Κομμάτια που δεν είναι μανιαρίστικα, που δε μοιάζουν με άλλα, που δεν είναι αντιγραφές συνηθισμένων καταστάσεων. Όλο αυτό τους συγκινεί πολύ και γι’ αυτό ανατρέχουν στα παλιότερα κομμάτια μας.
Άλλωστε οι συνθέσεις μας αυτές, δεν ξεφεύγουν μόνο από κάτι ελληνικό. Ανταγωνίζονται και ξένα θέματα. Και κάπως έτσι παραλληλίζουν ξένες μουσικές επιτυχίες και σκέφτονται «Αν ρε παιδάκι μου ο Χατζηνάσιος ήταν στην Αμερική, θα μπορούσε να είναι στην ίδια θέση με αυτόν που ακούμε». Όπως έκανα κι εγώ τέτοιους συνειρμούς όταν ήμουν δόκιμος, που είχα κι εγώ πρότυπα. Κι όχι μόνο είχα πρότυπα, αλλά επειδή ήμουν και τζαζίστας και δεν υπήρχε περίπτωση να έρθουν εύκολα παρτιτούρες της τζαζ από την Αμερική, έπαιρνα τα 45άρια και όταν γίνονταν αυτοσχεδιασμοί με τους πιανίστες, τα έβαζα στις 33 στροφές στα πικ απ, ώστε να ακούω όλη τη μουσική πολύ πιο αργά, έγραφα, τα μελετούσα και τα έπαιζα. Στο λέω τώρα και ανατριχιάζω. Παρακολουθούσαμε λοιπόν κι εμείς τους άλλους δημιουργούς. Όπως παρακολουθούν τώρα όχι μόνο εμένα, αλλά κι άλλους εξελιγμένους μουσικούς που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Τι περιέχουν τα σχέδιά σας καλλιτεχνικά για το άμεσο μέλλον;
Πέρα από τα τραγούδια που με ξέρετε, έχω κάνει και μια τριλογία. Την «Ωδή στο Μεγαλέξανδρο», μια συμφωνική καντάτα που παρουσιάστηκε στις Πυραμίδες της Αιγύπτου, το «Χρονικό της Αλώσεως» που αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη, και πέρυσι το Μάιο ανέβασα την όπερα «Ελ Γκρέκο». Ο «Ελ Γκρέκο» λοιπόν έχει πολύ καλές ενδείξεις να παρουσιαστεί του χρόνου στο εξωτερικό, αρχίζοντας από το Ντίσελντορφ, ενώ υπάρχει ενδιαφέρον από ιμπρεσσάριους του εξωτερικού να διακινηθεί το έργο και σε άλλα κράτη.
Κύριε Χατζηνάσιο, σας ευχαριστώ θερμά.
Βούλα Σούφη
Zakynthos Events Guide